-
1 βυθός
βῠθός, ὁ,b generally, συνιζάνειν εἰς β. sink to the bottom, Thphr.Od.29: metaph., ;ἀνακουφίσαι κάρα βυθῶν Id.OT24
; ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα from the deep wound, Id.Ph. 783;καταφέρεσθαι εἰς β. Arist.HA 619a7
, etc.; τὴν ἀναφορὰν ποιησάμενος ἐκ τοῦ β. ib. 622b7; ἐν τῷ β. τῆς θαλάττης ib. 537a8: metaph., ἐν βυθῷ ἀτεχνίης in the depth of.., Hp.Praec.7;ἐν β. ἡ ἀλήθεια Democr.117
;εἴς τινα β. φλυαρίας ἐμπεσών Pl.Prm. 130d
;ἀθεότητος Plu.2.757c
; ὑπέρκοσμος β. abyss, Dam.Pr. 106, 205.
См. также в других словарях:
βυθός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… … Dictionary of Greek